Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχολιάζω < ελληνιστική κοινή σχολιάζω < σχόλιον < αρχαία ελληνική σχολή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seǵhe- / *sǵhē- (έχω, κατέχω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sxo.liˈa.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

σχολιάζω (παθητική φωνή: σχολιάζομαι)

  1. διατυπώνω την άποψή μου για ένα γεγονός, πρόσωπο, κατάσταση κ.λπ. με θετικές ή αρνητικές κρίσεις
    ο καθηγητής σχολιάζει τις εργασίες των μαθητών
  2. (ειδικότερα) κριτικάρω κάτι αρνητικά
    σε σχολιάζουν στη γειτονιά για το προκλητικό σου ντύσιμο
  3. (φιλοσοφία) ερμηνεύω με σχόλια το έργο ενός συγγραφέα
     συνώνυμα: υπομνηματίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία