αυτοκακολογούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοκακολογούμαι < αυτο- + κακολογούμαι
Ρήμα
επεξεργασίααυτοκακολογούμαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοκακολογούμαι | αυτοκακολογούμουν | θα αυτοκακολογούμαι | να αυτοκακολογούμαι | ||
β' ενικ. | αυτοκακολογείσαι | αυτοκακολογούσουν | θα αυτοκακολογείσαι | να αυτοκακολογείσαι | ||
γ' ενικ. | αυτοκακολογείται | αυτοκακολογούνταν | θα αυτοκακολογείται | να αυτοκακολογείται | ||
α' πληθ. | αυτοκακολογούμαστε | αυτοκακολογούμασταν αυτοκακολογούμαστε |
θα αυτοκακολογούμαστε | να αυτοκακολογούμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοκακολογείστε | αυτοκακολογούσασταν αυτοκακολογούσαστε |
θα αυτοκακολογείστε | να αυτοκακολογείστε | αυτοκακολογείστε | |
γ' πληθ. | αυτοκακολογούνται | αυτοκακολογούνταν | θα αυτοκακολογούνται | να αυτοκακολογούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοκακολογήθηκα | θα αυτοκακολογηθώ | να αυτοκακολογηθώ | αυτοκακολογηθεί | ||
β' ενικ. | αυτοκακολογήθηκες | θα αυτοκακολογηθείς | να αυτοκακολογηθείς | αυτοκακολογήσου | ||
γ' ενικ. | αυτοκακολογήθηκε | θα αυτοκακολογηθεί | να αυτοκακολογηθεί | |||
α' πληθ. | αυτοκακολογηθήκαμε | θα αυτοκακολογηθούμε | να αυτοκακολογηθούμε | |||
β' πληθ. | αυτοκακολογηθήκατε | θα αυτοκακολογηθείτε | να αυτοκακολογηθείτε | αυτοκακολογηθείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοκακολογήθηκαν αυτοκακολογηθήκαν(ε) |
θα αυτοκακολογηθούν(ε) | να αυτοκακολογηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοκακολογηθεί | είχα αυτοκακολογηθεί | θα έχω αυτοκακολογηθεί | να έχω αυτοκακολογηθεί | αυτοκακολογημένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοκακολογηθεί | είχες αυτοκακολογηθεί | θα έχεις αυτοκακολογηθεί | να έχεις αυτοκακολογηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοκακολογηθεί | είχε αυτοκακολογηθεί | θα έχει αυτοκακολογηθεί | να έχει αυτοκακολογηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοκακολογηθεί | είχαμε αυτοκακολογηθεί | θα έχουμε αυτοκακολογηθεί | να έχουμε αυτοκακολογηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοκακολογηθεί | είχατε αυτοκακολογηθεί | θα έχετε αυτοκακολογηθεί | να έχετε αυτοκακολογηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοκακολογηθεί | είχαν αυτοκακολογηθεί | θα έχουν αυτοκακολογηθεί | να έχουν αυτοκακολογηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοκακολογούμαι
|