Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κακολογημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κακολογημέν
ος
η
κακολογημέν
η
το
κακολογημέν
ο
γενική
του
κακολογημέν
ου
της
κακολογημέν
ης
του
κακολογημέν
ου
αιτιατική
τον
κακολογημέν
ο
την
κακολογημέν
η
το
κακολογημέν
ο
κλητική
κακολογημέν
ε
κακολογημέν
η
κακολογημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κακολογημέν
οι
οι
κακολογημέν
ες
τα
κακολογημέν
α
γενική
των
κακολογημέν
ων
των
κακολογημέν
ων
των
κακολογημέν
ων
αιτιατική
τους
κακολογημέν
ους
τις
κακολογημέν
ες
τα
κακολογημέν
α
κλητική
κακολογημέν
οι
κακολογημέν
ες
κακολογημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κακολογημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
κακολογώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακακολόγητος
αδυσφήμιστος
ακουτσομπόλευτος
ασπίλωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κακολογημένος