Ετυμολογία

επεξεργασία
κακολογιάζω < μεσαιωνική ελληνική κακολογιάζω

κακολογιάζω

  1. (λαϊκότροπο) σκέφτομαι (να κάνω) κάτι κακό
  2. (λαϊκότροπο) κακολογώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία