κακολογιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακολογιάζω < μεσαιωνική ελληνική κακολογιάζω
Ρήμα
επεξεργασίακακολογιάζω
- (λαϊκότροπο) σκέφτομαι (να κάνω) κάτι κακό
- (λαϊκότροπο) κακολογώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κακολογιάζω | κακολόγιαζα | θα κακολογιάζω | να κακολογιάζω | κακολογιάζοντας | |
β' ενικ. | κακολογιάζεις | κακολόγιαζες | θα κακολογιάζεις | να κακολογιάζεις | κακολόγιαζε | |
γ' ενικ. | κακολογιάζει | κακολόγιαζε | θα κακολογιάζει | να κακολογιάζει | ||
α' πληθ. | κακολογιάζουμε | κακολογιάζαμε | θα κακολογιάζουμε | να κακολογιάζουμε | ||
β' πληθ. | κακολογιάζετε | κακολογιάζατε | θα κακολογιάζετε | να κακολογιάζετε | κακολογιάζετε | |
γ' πληθ. | κακολογιάζουν(ε) | κακολόγιαζαν κακολογιάζαν(ε) |
θα κακολογιάζουν(ε) | να κακολογιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κακολόγιασα | θα κακολογιάσω | να κακολογιάσω | κακολογιάσει | ||
β' ενικ. | κακολόγιασες | θα κακολογιάσεις | να κακολογιάσεις | κακολόγιασε | ||
γ' ενικ. | κακολόγιασε | θα κακολογιάσει | να κακολογιάσει | |||
α' πληθ. | κακολογιάσαμε | θα κακολογιάσουμε | να κακολογιάσουμε | |||
β' πληθ. | κακολογιάσατε | θα κακολογιάσετε | να κακολογιάσετε | κακολογιάστε | ||
γ' πληθ. | κακολόγιασαν κακολογιάσαν(ε) |
θα κακολογιάσουν(ε) | να κακολογιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κακολογιάσει | είχα κακολογιάσει | θα έχω κακολογιάσει | να έχω κακολογιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κακολογιάσει | είχες κακολογιάσει | θα έχεις κακολογιάσει | να έχεις κακολογιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κακολογιάσει | είχε κακολογιάσει | θα έχει κακολογιάσει | να έχει κακολογιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κακολογιάσει | είχαμε κακολογιάσει | θα έχουμε κακολογιάσει | να έχουμε κακολογιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κακολογιάσει | είχατε κακολογιάσει | θα έχετε κακολογιάσει | να έχετε κακολογιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κακολογιάσει | είχαν κακολογιάσει | θα έχουν κακολογιάσει | να έχουν κακολογιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακολογιάζω
|