badmouth
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | badmouth |
γ΄ ενικό ενεστώτα | badmouths |
αόριστος | badmouthed |
παθητική μετοχή | badmouthed |
ενεργητική μετοχή | badmouthing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbadmouth (en)
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) κακολογώ, λέω δυσάρεστα πράγματα για κάποιον