mouth
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mouth | mouths |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmouth (en)
- (ανατομία) το στόμα
- το στόμιο, ένα άνοιγμα που επιτρέπει την είσοδο ή την έξοδο
- ⮡ the mouth of a cave/of a port/of a river/of a tunnel - το στόμιο μιας σπηλιάς/ενός λιμανιού/ενός ποταμού/ενός τούνελ
Πηγές
επεξεργασία- mouth - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 822. ISBN 9780194325684., λήμμα: στόμιο