ενικός         πληθυντικός  
mouth mouths

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mouth (en)

  1. (ανατομία) το στόμα
  2. το στόμιο, ένα άνοιγμα που επιτρέπει την είσοδο ή την έξοδο
    ⮡  the mouth of a cave/of a port/of a river/of a tunnel - το στόμιο μιας σπηλιάς/ενός λιμανιού/ενός ποταμού/ενός τούνελ