Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαβάλλω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαβάλλω
<
αρχαία ελληνική
διαβάλλω
<
διά
+
βάλλω
Ρήμα
επεξεργασία
διαβάλλω
,
παθητικό:
διαβάλλομαι
κατηγορώ ψευδώς,
δυσφημώ
,
συκοφαντώ
,
κακολογώ
Συγγενικά
επεξεργασία
διαβολή
διάβολος
διαβολικός
διαβολικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαβάλλω
γαλλικά
:
calomnier
(fr)
,
diffamer
(fr)