• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διαβάλλω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαβάλλω < αρχαία ελληνική διαβάλλω < διά + βάλλω

  ΡήμαΕπεξεργασία

διαβάλλω, παθητικό: διαβάλλομαι

  • κατηγορώ ψευδώς, δυσφημώ, συκοφαντώ, κακολογώ


Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • διαβολή
  • διάβολος
  • διαβολικός
  • διαβολικά

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    διαβάλλω

<

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διαβάλλω&oldid=5072951"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Μαΐου 2021, στις 04:52
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Μαΐου 2021, στις 04:52.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie