διάβολος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διάβολος | οι | διάβολοι |
γενική | του | διαβόλου & διάβολου |
των | διαβόλων |
αιτιατική | τον | διάβολο | τους | διαβόλους |
κλητική | διάβολε | διάβολοι | ||
όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈðʝa.vɔ.lɔs/
- συλλαβισμός : διά‐βο‐λος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διάβολος αρσενικό (και διάολος, διάλος)
- ο Εωσφόρος, αυτός που προσπαθεί να διαβάλλει τον Θεό στους ανθρώπους, το πνεύμα του κακού, ο αρχηγός των δαιμόνων
- (μεταφορικά) άνθρωπος που ασκεί τις ικανότητές του για να πετύχει το κακό
- (μεταφορικά) άνθρωπος πανέξυπνος
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διάβολος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
διάβολος, -ον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διάβολος αρσενικό
- ο συκοφάντης
ΠηγέςΕπεξεργασία
- διάβολος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «διάβολος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.