↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανέξυπνος η πανέξυπνη το πανέξυπνο
      γενική του πανέξυπνου της πανέξυπνης του πανέξυπνου
    αιτιατική τον πανέξυπνο την πανέξυπνη το πανέξυπνο
     κλητική πανέξυπνε πανέξυπνη πανέξυπνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανέξυπνοι οι πανέξυπνες τα πανέξυπνα
      γενική των πανέξυπνων των πανέξυπνων των πανέξυπνων
    αιτιατική τους πανέξυπνους τις πανέξυπνες τα πανέξυπνα
     κλητική πανέξυπνοι πανέξυπνες πανέξυπνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πανέξυπνος < παν- + έξυπνος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paˈne.ksi.pnos/

  Επίθετο

επεξεργασία

πανέξυπνος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία