διάβολον
Ποντιακά (pnt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διάβολον < διάβολος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάβολον αρσενικό
- ο διάβολος
Πηγές
επεξεργασία- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 10.