σκονοδιάβολος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκονοδιάβολος < σκόν(η) + -ο- + διάβολος (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική dust devil
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sko.noˈðʝa.vo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐νο‐διά‐βο‐λος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκονοδιάβολος αρσενικό
- (μετεωρολογία) μικρός στρόβιλος ο οποίος εκδηλώνεται σε ερημική επιφάνεια ή επίπεδη επιφάνεια η οποία καλύπτεται από χώμα[1]
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις σκόνη και διάβολος
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκονοδιάβολος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Ανεμοστρόβιλος, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών