χώμα
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χώμα | τα | χώματα |
γενική | του | χώματος | των | χωμάτων |
αιτιατική | το | χώμα | τα | χώματα |
κλητική | χώμα | χώματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χώμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χῶμα < χώννυμι
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χώ‐μα
Ουσιαστικό Επεξεργασία
χώμα ουδέτερο
- το λεπτόκοκκο στερεό υλικό που καλύπτει την επιφάνεια πλανητών
- η πιο απλή συνταγή για λάσπη είναι χώμα και νερό
- (στον πληθυντικό) χώματα: ποσότητα από χώμα
- γέμισε η αυλή χώματα
- το έδαφος
Εκφράσεις Επεξεργασία
- είμαι χώμα: είμαι διαλυμένος από την κούραση ή το αλκοόλ
- στο χώμα: στον τάφο, θαμμένος, νεκρός
- τρώω χώμα: ηττώμαι
- το ξένο χώμα: η ξενιτιά
- πιάνει χρυσάφι και γίνεται χώμα: άνθρωπος που με ότι ασχοληθεί το καταστρέφει
- πιάνει χώμα και γίνεται χρυσάφι: άνθρωπος ικανός, άξιος