χωμάτινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χωμάτινος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαχωμάτινος, -η, -ο
- φτιαγμένος από χώμα ή από πηλό
- ※ Αυτόν τον δρόμο τον έχει δει σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες και ξέρει ότι σε προηγούμενες δεκαετίες ήταν ένας φαρδύς χωμάτινος δρόμος που περνούσε μέσα από μπαξέδες και περιβόλια. (Κώστας Ακρίβος (2001) Πέντε δρόμοι, μία ρότα, ένα Αίνιγμα)