πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο πηλός οι πηλοί τα πηλά
      γενική του πηλού των πηλών των πηλών
    αιτιατική τον πηλό τους πηλούς τα πηλά
     κλητική πηλέ πηλοί πηλά
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πηλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πηλός
Δοχεία από πηλό.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πηλός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πηλός οἱ πηλοί
      γενική τοῦ πηλοῦ τῶν πηλῶν
      δοτική τῷ πηλ τοῖς πηλοῖς
    αιτιατική τὸν πηλόν τοὺς πηλούς
     κλητική ! πηλέ πηλοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πηλώ
γεν-δοτ τοῖν  πηλοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πηλός αρσενικό

  1. πηλός, όπως του αγγειοπλάστη
  2. (συνεκδοχικά) λάσπη, βούρκος
  3. (μεταφορικά) θολό κρασί

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία