πηλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | πηλός | οι | πηλοί | τα | πηλά |
γενική | του | πηλού | των | πηλών | των | πηλών |
αιτιατική | τον | πηλό | τους | πηλούς | τα | πηλά |
κλητική | πηλέ | πηλοί | πηλά | |||
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πηλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πηλός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πη‐λός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπηλός αρσενικό
- αργιλώδες υλικό, σε μορφή εύπλαστης λάσπης, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή κεραμικών
- ※ Μου κόλλησε απάνω η κουβέντα του Θεού / Και είμαι σαν πηλός άσπιλος / Δεν τρώγω πια τα λόγια του αλλουνού / Και δεν μασώ την προστυχιά της τύχης (Γιώργος Σαραντάρης, Μου κόλλησε απάνω η κουβέντα του Θεού)
Συγγενικά
επεξεργασία- αχυροπηλός
- κοκκινοπήλι
- πηλάσβεστος
- πήλινος
- πηλοβάτης
- πηλοβατώ
- πηλοπάτης
- πηλοπλάστης
- πηλοπλαστική
- πηλοπλαστικός
- πηλόπλαστος
- πηλοστρόφιο
- πηλοσωλήνας
- πηλοτσίκαλο, πηλοτσούκαλο
- πηλουργός
- πηλοφόρι, πηλοφόρος
- πηλόχριστος
- πηλόχτιστος, πηλόκτιστος
- πηλόχωμα
- πηλώδης, πηλώδες
- σαπροπηλικός
- σαπροπηλός
- χοντρόπηλος (αρσενικό)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πηλός | οἱ | πηλοί |
γενική | τοῦ | πηλοῦ | τῶν | πηλῶν |
δοτική | τῷ | πηλῷ | τοῖς | πηλοῖς |
αιτιατική | τὸν | πηλόν | τοὺς | πηλούς |
κλητική ὦ! | πηλέ | πηλοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πηλώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πηλοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαπηλός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπηλός αρσενικό
- πηλός, όπως του αγγειοπλάστη
- (συνεκδοχικά) λάσπη, βούρκος
- (μεταφορικά) θολό κρασί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
πηλ-
πηλ-
- ἀκρόπηλος
- ἔμπηλος
- παραπηλωτός
- περιπηλόω
- περιπήλωσις
- πηλαῖος
- πηλακίζω & συγγενικά
- πηλακισμός
- πηλάριον
- Πηλεύς & παράγωγα
- πηλοβάτης
- πηλοδευστέω
- πηλοδομέω
- πηλόδομος
- πηλοεργίη
- πηλοεψητής
- πήλοθεν
- πηλόγονος
- πηλόομαι
- πηλοπατέω
- πηλοπατίδες
- πηλοπλάθος
- πηλόπλαστος
- πηλοπλάτων
- πηλοποιέω
- πηλοποιητικός
- πηλοποιία
- πηλοποιός
- πηλοστρόφιον
- πηλότροφος
- πηλουργία
- πηλουργός
- πηλόω
- πηλοφορέω
- πηλοφόρος
- πηλόχυτος
- πήλυι
- πηλώδης
- πηλώεις
- πήλωμα
- πήλωσις
- προπηλακίζω & συγγενικά
- προσπηλόω
- συμπηλόω
Δε σχετίζεται η πήληξ. Πιθανόν, σχετίζεται το Πηλούσιον.
- (Χρειάζεται διευκρίνιση το Πήλιον)
Πηγές
επεξεργασία- πηλός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πηλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.