↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαπροπηλός οι σαπροπηλοί
      γενική του σαπροπηλού των σαπροπηλών
    αιτιατική τον σαπροπηλό τους σαπροπηλούς
     κλητική σαπροπηλέ σαπροπηλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαπροπηλός (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sapropel, κλασικό σύνθετο < sapro- < αρχαία ελληνική σαπρ(ός) + -ο- + πηλός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sa.pɾo.piˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐προ‐πη‐λός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαπροπηλός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σαπρός και πηλός

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • sapropel στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία