↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαπρός η σαπρή το σαπρό
      γενική του σαπρού της σαπρής του σαπρού
    αιτιατική τον σαπρό τη σαπρή το σαπρό
     κλητική σαπρέ σαπρή σαπρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαπροί οι σαπρές τα σαπρά
      γενική των σαπρών των σαπρών των σαπρών
    αιτιατική τους σαπρούς τις σαπρές τα σαπρά
     κλητική σαπροί σαπρές σαπρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαπρός < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /saˈpɾos/

  Επίθετο

επεξεργασία

σαπρός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία