σαπρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασαπρά < σαπρός
Επίρρημα
επεξεργασίασαπρά
- σάπια, σαπισμένα, παλιά, μουχλασμένα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαπρά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασαπρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σαπρό