Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σαπρόφιλα
      γενική των σαπρόφιλων
    αιτιατική τα σαπρόφιλα
     κλητική σαπρόφιλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαπρόφιλα < διεθνής ορολογία sapro- < αρχαία ελληνική σαπρός + -philia[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saˈpɾo.fi.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐πρό‐φι‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαπρόφιλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία