↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιζηματογενής η ιζηματογενής το ιζηματογενές
      γενική του ιζηματογενούς* της ιζηματογενούς του ιζηματογενούς
    αιτιατική τον ιζηματογενή την ιζηματογενή το ιζηματογενές
     κλητική ιζηματογενή(ς) ιζηματογενής ιζηματογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιζηματογενείς οι ιζηματογενείς τα ιζηματογενή
      γενική των ιζηματογενών των ιζηματογενών των ιζηματογενών
    αιτιατική τους ιζηματογενείς τις ιζηματογενείς τα ιζηματογενή
     κλητική ιζηματογενείς ιζηματογενείς ιζηματογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιζηματογενής < ίζημα + -ο- + -γενής

  Επίθετο

επεξεργασία

ιζηματογενής

  • (γεωλογία) που σχηματίζεται από ιζήματα
    ιζηματογενείς προσχώσεις, ιζηματογενή πετρώματα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία