ιζηματογενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιζηματογενής | η | ιζηματογενής | το | ιζηματογενές |
γενική | του | ιζηματογενούς* | της | ιζηματογενούς | του | ιζηματογενούς |
αιτιατική | τον | ιζηματογενή | την | ιζηματογενή | το | ιζηματογενές |
κλητική | ιζηματογενή(ς) | ιζηματογενής | ιζηματογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιζηματογενείς | οι | ιζηματογενείς | τα | ιζηματογενή |
γενική | των | ιζηματογενών | των | ιζηματογενών | των | ιζηματογενών |
αιτιατική | τους | ιζηματογενείς | τις | ιζηματογενείς | τα | ιζηματογενή |
κλητική | ιζηματογενείς | ιζηματογενείς | ιζηματογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαιζηματογενής
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιζηματογενής