Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιζηματογένεση οι ιζηματογενέσεις
      γενική της ιζηματογένεσης* των ιζηματογενέσεων
    αιτιατική την ιζηματογένεση τις ιζηματογενέσεις
     κλητική ιζηματογένεση ιζηματογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιζηματογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιζηματογένεση < (ίζημα) ιζηματ- + -ο- + -γένεση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.zi.ma.toˈʝe.ne.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐ζη‐μα‐το‐γέ‐νε‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιζηματογένεση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία