ιζηματαπόθεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιζηματαπόθεση | οι | ιζηματαποθέσεις |
γενική | της | ιζηματαπόθεσης* | των | ιζηματαποθέσεων |
αιτιατική | την | ιζηματαπόθεση | τις | ιζηματαποθέσεις |
κλητική | ιζηματαπόθεση | ιζηματαποθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιζηματαποθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιζηματαπόθεση θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιζηματαπόθεση