ιζηματογένεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαιζηματογένεια < ίζημα + -γένεια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιζηματογένεια θηλυκό
- (σπάνιο, γεωλογία) → δείτε τη λέξη ιζηματογένεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιζηματογένεια
|
ιζηματογένεια < ίζημα + -γένεια
ιζηματογένεια θηλυκό
|