Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πηλοί αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • πηλά (ουδέτερο, λαϊκότροπο)