πηλά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | πηλός | οι | πηλοί | τα | πηλά |
γενική | του | πηλού | των | πηλών | των | πηλών |
αιτιατική | τον | πηλό | τους | πηλούς | τα | πηλά |
κλητική | πηλέ | πηλοί | πηλά | |||
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πηλά < δεύτερος πληθυντικός αριθμός του πηλός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπηλά ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του πηλοί