Κατηγορία:Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός' (νέα ελληνικά)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | δεσμός | οι | δεσμοί | τα | δεσμά |
γενική | του | δεσμού | των | δεσμών | των | δεσμών |
αιτιατική | τον | δεσμό | τους | δεσμούς | τα | δεσμά |
κλητική | δεσμέ | δεσμοί | δεσμά | |||
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πρότυπο για ουσιαστικά όπως το δεσμός με ενικό αρσενικό σε -ός, και 2 πληθυντικούς: αρσενικό σε -οί & ουδέτερο σε -ά
- ο δεσμός, οι δεσμοί ή τα δεσμά
για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'δεσμός'}}
|