δεσμά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | δεσμός | οι | δεσμοί | τα | δεσμά |
γενική | του | δεσμού | των | δεσμών | των | δεσμών |
αιτιατική | τον | δεσμό | τους | δεσμούς | τα | δεσμά |
κλητική | δεσμέ | δεσμοί | δεσμά | |||
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δεσμά < δεύτερος πληθυντικός αριθμός του δεσμός (αρσενικού)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεσμά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να δέσουμε κάποιον (π.χ. σχοινί, αλυσίδες)
- ⮡ άγνωστο πώς κατάφερε ο δραπέτης να απαλλαγεί από τα δεσμά του
- ο εγκλεισμός σε φυλακή, η κάθειρξη
- ⮡ ισόβια δεσμά
- (μεταφορικά) οτιδήποτε περιορίζει την ελευθερία μας ή οτιδήποτε ενώνει τους ανθρώπους, οι δεσμοί
- ⮡ τα δεσμά του γάμου