δεσμών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδεσμών θηλυκό
- γενική πληθυντικού του δέσμη
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδεσμών αρσενικό
- γενική πληθυντικού του δεσμός
Δείτε επίσης : Δέσμων |
δεσμών θηλυκό
δεσμών αρσενικό