δέσμη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δέσμη | οι | δέσμες |
γενική | της | δέσμης | των | δεσμών |
αιτιατική | τη | δέσμη | τις | δέσμες |
κλητική | δέσμη | δέσμες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δέσμη < αρχαία ελληνική δέσμη (δεμάτι) < δέω (δένω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδέσμη θηλυκό
- ένα σύνολο από πολλά αντικείμενα ίδιου είδους, τα οποία είτε είναι δεμένα μεταξύ τους, είτε τα συγκρατεί μια κλωστή, σπάγκος, περιτύλιγμα
- ⮡ Δέσμη εγγράφων.
- καθετί που παρουσιάζεται ή θεωρείται ως σύνολο ομοειδών πραγμάτων με κοινή προέλευση ή κοινό στόχο
- ⮡ Δέσμη φορολογικών μέτρων.
- (εκπαίδευση, στην Ελλάδα) καθεμιά από τις ομάδες μαθημάτων (μαθήματα δέσμης) που όφειλαν να παρακολουθήσουν οι μαθητές της τελευταίας τάξης του λυκείου και στα οποία εξετάζονταν στο τέλος της σχολικής περιόδου (πανελλαδικές εξετάσεις) για να εισαχθούν σε συγκεκριμένες σχολές των ΑΕΙ και ΤΕΙ
- προσανατολισμένη ακτινοβολία
- ⮡ Δέσμη φωτός.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δέσμη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδέσμη θηλυκό
- σύνολο από ομοειδή πράγματα δεμένα μεταξύ τους, το δεμάτι