Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεμάτι τα δεμάτια
      γενική του δεματιού των δεματιών
    αιτιατική το δεμάτι τα δεμάτια
     κλητική δεμάτι δεμάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δεμάτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δεμάτι(ν) < ελληνιστική κοινή δεμάτιον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική δέμα [1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ðeˈma.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐μά‐τι

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

δεμάτι ουδέτερο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δέμα και δένω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία