δεμάτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δεμάτι | τα | δεμάτια |
γενική | του | δεματιού | των | δεματιών |
αιτιατική | το | δεμάτι | τα | δεμάτια |
κλητική | δεμάτι | δεμάτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δεμάτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δεμάτι(ν) < ελληνιστική κοινή δεμάτιον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική δέμα [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðeˈma.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐μά‐τι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεμάτι ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις δέμα και δένω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ δεμάτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας