Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δεμάτιασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
δεμάτιασμα
τα
δεματιάσμα
τ
α
γενική
του
δεματιάσμα
τ
ος
των
δεματιασμά
τ
ων
αιτιατική
το
δεμάτιασμα
τα
δεματιάσμα
τ
α
κλητική
δεμάτιασμα
δεματιάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δεμάτιασμα
<
δεματιάζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δεμάτιασμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
και το
αποτέλεσμα
του
δεματιάζω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
δεμάτι
,
δέμα
και
δένω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δεμάτιασμα