Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δεματόχορτο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
δεματόχορτ
ο
τα
δεματόχορτ
α
γενική
του
δεματόχορτ
ου
των
δεματόχορτ
ων
αιτιατική
το
δεματόχορτ
ο
τα
δεματόχορτ
α
κλητική
δεματόχορτ
ο
δεματόχορτ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δεματόχορτο
<
δεμάτι
+
-ο-
+
χόρτο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δεματόχορτο
ουδέτερο
(
φυτό
)
ζιζάνιο
των αγρών
Συνώνυμα
επεξεργασία
βούρλο
δεματιά
θρύο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
δεμάτι
και
χόρτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δεματόχορτο