θρύο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θρύο | τα | θρύα |
γενική | του | θρύου | των | θρύων |
αιτιατική | το | θρύο | τα | θρύα |
κλητική | θρύο | θρύα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουδέτερο