Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζιζάνιο τα ζιζάνια
      γενική του ζιζανίου
ζιζάνιου
των ζιζανίων
    αιτιατική το ζιζάνιο τα ζιζάνια
     κλητική ζιζάνιο ζιζάνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζιζάνιο < (ελληνιστική κοινή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζιζάνιο ουδέτερο

  1. το φυτό που ζει παρασιτικά, αγριόχορτο
  2. (για ένα παιδί) το πειραχτήρι
  3. (στον πληθυντικό) ζιζάνια: η διχόνοια
    του αρέσει να σπέρνει ζιζάνια και μετά να επωφελείται από την αναταραχή

  Μεταφράσεις επεξεργασία