παρασιτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπαρασιτικά < παρασιτικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπαρασιτικά
- (μεταφορικά) με παρασιτικό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρασιτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαρασιτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρασιτικό