weed
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
weed | weeds |
weed (en)
- το ζιζάνιο, το αγριόχορτο
- ↪ The garden was full of weeds.
- Ο κήπος γέμισε ζιζάνια.
- ↪ a thick growth of weeds - μια πυκνή τούφα αγριόχορτα
- ↪ The garden was full of weeds.
- (αργκό) η φούντα, το χόρτο, η μαριχουάνα
- ↪ I smoke weed.
- Καπνίζω μαριχουάνα.
- ↪ I smoke weed.
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | weed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | weeds |
αόριστος | weeded |
παθητική μετοχή | weeded |
ενεργητική μετοχή | weeding |
weed (en)
- ξεβοτανίζω, βοτανίζω, ξεριζώνω τα αγριόχορτα
- ↪ They are weeding and turning up the fields.
- Ξεβοτανίζουν/Βοτανίζουν και σκαλίζουν τα χωράφια.
- ↪ They are weeding and turning up the fields.