Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
weed weeds

weed (en)

  1. το ζιζάνιο, το αγριόχορτο
    The garden was full of weeds.
    Ο κήπος γέμισε ζιζάνια.
    a thick growth of weeds - μια πυκνή τούφα αγριόχορτα
  2. (αργκό) η φούντα, το χόρτο, η μαριχουάνα
    I smoke weed.
    Καπνίζω μαριχουάνα.

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας weed
γ΄ ενικό ενεστώτα weeds
αόριστος weeded
παθητική μετοχή weeded
ενεργητική μετοχή weeding

weed (en)

  • ξεβοτανίζω, βοτανίζω, ξεριζώνω τα αγριόχορτα
    They are weeding and turning up the fields.
    Ξεβοτανίζουν/Βοτανίζουν και σκαλίζουν τα χωράφια.

  Πηγές επεξεργασία