Δείτε επίσης: Φούντα, φούντο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φούντα οι φούντες
      γενική της φούντας των (φουντών)
    αιτιατική τη φούντα τις φούντες
     κλητική φούντα φούντες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φούντα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φοῦνδα (που προφερόταν με [nd]) < λατινική funda (σφεντόνα, δίχτυ)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sp(h)end-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfun.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φού‐ντα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φούντα θηλυκό

  1. σύνολο φυσικών ή τεχνητών νημάτων με το ένα άκρο ενωμένο και το άλλο ελεύθερο
    φέσι με φούντα
  2. μικρό ανθισμένο κλαδί
    μια φούντα βασιλικός
  3. ακατέργαστη ινδική κάνναβη, χασίς

Εκφράσεις επεξεργασία

  • δουλειές με φούντες

Υποκοριστικά επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
φούντα 

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία