Δείτε επίσης: Φούντα, φούντο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φούντα οι φούντες
      γενική της φούντας των (φουντών)
    αιτιατική τη φούντα τις φούντες
     κλητική φούντα φούντες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φούντα θηλυκό

  1. σύνολο φυσικών ή τεχνητών νημάτων με το ένα άκρο ενωμένο και το άλλο ελεύθερο
      φέσι με φούντα
  2. μικρό ανθισμένο κλαδί
      μια φούντα βασιλικός
  3. ακατέργαστη ινδική κάνναβη, χασίς

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • δουλειές με φούντες

Υποκοριστικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία