Ετυμολογία

επεξεργασία
φουντώνω < φούντ(α) + -ώνω. Δεν σχετίζεται με το φουντάρω

φουντώνω, αόρ.: φούντωσα, μτχ.π.π.: φουντωμένος (χωρίς παθητική φωνή[1][2][3], προφορικό[4]: φουντώνομαι)

  1. (βοτανική) έχω πυκνό φύλλωμα
  2. (μεταφορικά) αποκτώ όλο και μεγαλύτερη ένταση και εκτείνομαι
      Κι όσο πιο ψυχρή ήταν εκείνη, τόσο περισσότερο φούντωνε ο δικός του έρωτας. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
  3. (μεταφορικά) εξοργίζομαι
  4. (μεταφορικά) ερεθίζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
  2. φουντώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  4. «φουντώνομαι» - στο διαδίκτυο, 2021.