fester
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | fester |
γ΄ ενικό ενεστώτα | festers |
αόριστος | festered |
παθητική μετοχή | festered |
ενεργητική μετοχή | festering |
Ρήμα
επεξεργασίαfester (en)
ενεστώτας | fester |
γ΄ ενικό ενεστώτα | festers |
αόριστος | festered |
παθητική μετοχή | festered |
ενεργητική μετοχή | festering |
fester (en)