πύο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πύο < αρχαία ελληνική πύον < πύθω / πύθομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *puH-
Ουσιαστικό επεξεργασία
πύο ουδέτερο
- παχύρρευστο λευκόχρωμο υγρό που δημιουργείται σε σημεία του σώματος που φλεγμαίνουν