Ετυμολογία

επεξεργασία
φλεγμαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλεγμαίνω < φλέγω

φλεγμαίνω (παθητική φωνή: φλεγμαίνομαι)

  • (ιατρική) για ιστό που παρουσιάζει φλεγμονή, που αντιδρά σε μόλυνση από παθογόνους μικροοργανισμούς με τοπικό οίδημα, πόνο, κοκκίνισμα και, πιθανόν, πυρετό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία