φλέγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φλέγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλέγω
Ρήμα
επεξεργασία
φλέγω,[1] ενεργητική μετοχή: φλέγων, παθητική φωνή: φλέγομαι [2]
- (μεταφορικά) καίω, πυρπολώ, προκαλώ έντονα συναισθήματα
- ⮡ Το παράδειγμα των ηρώων αυτών φλέγει τις καρδιές μας.
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
φλεγ- φλογ-
φλεγ- φλογ-
θέμα φλογ- → δείτε τη λέξη φλόγα
θέμα φλεγ-
- αναφλέγω, αναφλέγομαι
- αντιφλεγμονώδης, αντφλεγμονώδες
- αποφλεγματίζω
- αποφλεγματισμός
- αυταναφλέγομαι
- αφλεγής, αφλεγές
- βραδυφλεγής, βραδυφλεγές
- βραδυφλεγώς (επίρρημα)
- διαφλέγω, διαφλέγομαι
- εγκαιροφλεγής, εγκαιροφλεγές
- ημιφλεγής, ημιφλεγές
- καταφλέγω, καταφλέγομαι
- κρουσιφλεγής, κρουσιφλεγές
- κρουσιφλεγώς (επίρρημα)
- περιφλεγής, περιφλεγές
- περιφλέγομαι
- περιφλεγώς (επίρρημα)
- προαναφλέγω, προαναφλέγομαι
- Πυριφλεγέθων
- πυριφλεγής, πυριφλεγές
- πυριφλεγώς (επίρρημα)
- ταχυφλεγής, ταχυφλεγές
- φλέγμα
- φλεγμαίνω
- φλεγματικά (επίρρημα)
- φλεγματικός
- φλεγματικώς (επίρρημα)
- φλεγματώδης, φλεγματώδες
- φλέγμονας
- φλεγμονή
- φλεγμονικός
- φλεγμονώδης, φλεγμονώδες
- φλέγμων
- φλέγομαι
- φλεγόμενος
- φλέγων, φλέγουσα, φλέγον
- φλέμα
- Όροι με φλεγ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φλέγω | έφλεγα | θα φλέγω | να φλέγω | φλέγοντας | |
β' ενικ. | φλέγεις | έφλεγες | θα φλέγεις | να φλέγεις | φλέγε | |
γ' ενικ. | φλέγει | έφλεγε | θα φλέγει | να φλέγει | ||
α' πληθ. | φλέγουμε | φλέγαμε | θα φλέγουμε | να φλέγουμε | ||
β' πληθ. | φλέγετε | φλέγατε | θα φλέγετε | να φλέγετε | φλέγετε | |
γ' πληθ. | φλέγουν(ε) | έφλεγαν φλέγαν(ε) |
θα φλέγουν(ε) | να φλέγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έφλεξα | θα φλέξω | να φλέξω | φλέξει | ||
β' ενικ. | έφλεξες | θα φλέξεις | να φλέξεις | φλέξε | ||
γ' ενικ. | έφλεξε | θα φλέξει | να φλέξει | |||
α' πληθ. | φλέξαμε | θα φλέξουμε | να φλέξουμε | |||
β' πληθ. | φλέξατε | θα φλέξετε | να φλέξετε | φλέξτε | ||
γ' πληθ. | έφλεξαν φλέξαν(ε) |
θα φλέξουν(ε) | να φλέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φλέξει | είχα φλέξει | θα έχω φλέξει | να έχω φλέξει | ||
β' ενικ. | έχεις φλέξει | είχες φλέξει | θα έχεις φλέξει | να έχεις φλέξει | ||
γ' ενικ. | έχει φλέξει | είχε φλέξει | θα έχει φλέξει | να έχει φλέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε φλέξει | είχαμε φλέξει | θα έχουμε φλέξει | να έχουμε φλέξει | ||
β' πληθ. | έχετε φλέξει | είχατε φλέξει | θα έχετε φλέξει | να έχετε φλέξει | ||
γ' πληθ. | έχουν φλέξει | είχαν φλέξει | θα έχουν φλέξει | να έχουν φλέξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ φλέγομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φλέγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰel- (καίω, λάμπω)
Ρήμα
επεξεργασία
φλέγω
- φλέγω, καίω, ανάβω
- (για φωτιά, πυρσούς) αναδίδω φλόγες, καίγομαι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 433 (432-433)
- ἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρον, | φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη·
- Κι έχει σημάδι άντρα γυμνό που κρατεί φλόγα | και λάμπ᾽ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά του
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρον, | φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 433 (432-433)
- (μεταφορικά) κάνω κάποιον ένδοξο ή διάσημο
- (μεταφορικά, για όπλα) αστράφτω
- (μεταφορικά, αμετάβατο) λάμπω, ακτινοβολώ, γίνομαι ένδοξος ή διάσημος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 10 (11). Ἁγησιδἀμῳ Λοκρῷ Ἐπιζεφυρίῳ παιδὶ πύκτῃ, 74 (10.74-10.75)
- ἐν δ᾽ ἕσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος | σελάνας ἐρατὸν φάος.
- και η σελήνη ομορφοπρόσωπη με την εράσμια λάμψη της | φώτισε την εσπέρα.
- Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ἐν δ᾽ ἕσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος | σελάνας ἐρατὸν φάος.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 72 (2.72)
- ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει,
- και χρυσά λουλούδια αστροβολούν,
- Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 10 (11). Ἁγησιδἀμῳ Λοκρῷ Ἐπιζεφυρίῳ παιδὶ πύκτῃ, 74 (10.74-10.75)
- (μεταφορικά, για οργή) εκρήγνυμαι, ξεσπώ, εξάπτω
- (στην παθητική φωνή) παίρνω φωτιά, φλέγομαι, αναλάμπω
- (στην παθητική φωνή) αναφλέγομαι, καίγομαι
- (στην παθητική φωνή) είμαι ή γίνομαι έτσι
- (μεταφορικά, αμετάβατο) (για πάθος, οργή) εκρήγνυμαι, φλέγομαι από πάθος, καίγομαι
- (μεταφορικά, αμετάβατο) (στην παθητική φωνή) λάμπω, γίνομαι ένδοξος ή διάσημος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 10. ‹Θεαίῳ Ἀργείῳ παλαιστῇ›, 3 (10.2-10.4)
- Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖ- | τε· φλέγεται δ᾽ ἀρεταῖς | μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν.
- υμνείτε το Άργος, τη θεόπρεπη της Ήρας έδρα, | που φλέγεται με δόξες άμετρες | για τα παντότολμά του τα έργα.
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖ- | τε· φλέγεται δ᾽ ἀρεταῖς | μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 10. ‹Θεαίῳ Ἀργείῳ παλαιστῇ›, 3 (10.2-10.4)
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα φλεγ-
- ἀειφλεγής
- ἀφλεγής
- ἀφλέγμαντος
- ἀναφλεγμαίνω
- ἀναφλέγω
- ἀντιφλέγω
- ἀποφλεγμαίνω
- ἀποφλεγματικός
- ἀποφλεγματισμός
- ἀποφλεγματιστέον
- ἀποφλεγματίζω
- διαφλέγω
- ἐγκαταφλέγω
- ἐκφλεγματόομαι
- ἐκφλέγω
- ἐμφλέγω
- ἐπιφλεγής
- ἐπίφλεγμα
- ἐπιφλεγμαίνω
- ἐπιφλέγω
- ἐριφλεγής
- φλεγέθω
- φλεγιάω
- φλέγμα
- φλεγμαγωγός
- φλεγμαίνω
- φλέγμανσις
- φλεγμασία
- φλεγματιαῖος
- φλεγματικός
- φλεγμάτιον
- φλεγματισμός
- φλεγματοειδής
- φλεγματόεις
- φλεγματόομαι
- φλεγματώδης
- φλεγμονάομαι
- φλεγμονή
- φλεγμονικός
- φλεγμονώδης
- φλεγμός
- φλεγμώδης
- φλέγος
- φλέγρα
- φλεγραῖα
- φλέγυαι
- φλεγύας
- φλεγυάω
- φλεγύης
- φλεγυρός
- καταφλέγω
- κοσμοφλεγής
- λευκοφλεγματέω
- λευκοφλεγματία
- λευκοφλεγματίας
- λευκοφλεγματώδης
- ὀξυφλεγμασία
- ὁμοφλεγής
- περιφλεγής
- περιφλέγω
- πολυφλέγματος
- προσαναφλέγω
- προσφλεγμαίνω
- πυριφλεγέθης
- πυριφλεγέθων
- πυριφλεγής
- πυριφλέγων
- συγκαταφλέγω
- συμφλεγμαίνω
- συμφλέγω
- συναναφλέγω
- συνεκφλεγμαίνω
- ὑπαναφλέγομαι
- ὑπερφλεγμαίνω
- ὑπερφλέγω
- ὑποφλεγέθω
- ὑποφλεγμαίνω
- ὑποφλέγω
- ὑποφλεγματώδης
θέμα φλογ- → δείτε τη λέξη φλόξ
Πηγές
επεξεργασία
- φλέγω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φλέγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.