Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλέγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλέγω

  Ρήμα επεξεργασία

φλέγω,[1] ενεργητική μετοχή: φλέγων, παθητική φωνή: φλέγομαι [2]

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
φλεγ- φλογ- 

θέμα φλογ- → δείτε τη λέξη φλόγα
θέμα φλεγ-

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. φλέγομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλέγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰel- (καίω, λάμπω)

  Ρήμα επεξεργασία

φλέγω

  1. φλέγω, καίω, ανάβω
  2. (για φωτιά, πυρσούς) αναδίδω φλόγες, καίγομαι
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 433 (432-433)
    ἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρον, | φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη·
    Κι έχει σημάδι άντρα γυμνό που κρατεί φλόγα | και λάμπ᾽ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά του
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
  3. (μεταφορικά) κάνω κάποιον ένδοξο ή διάσημο
  4. (μεταφορικά) (για όπλα) αστράφτω
  5. (μεταφορικά) (αμετάβατο) λάμπω, ακτινοβολώ, γίνομαι ένδοξος ή διάσημος
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 10 (11). Ἁγησιδἀμῳ Λοκρῷ Ἐπιζεφυρίῳ παιδὶ πύκτῃ, 74 (10.74-10.75)
    ἐν δ᾽ ἕσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος | σελάνας ἐρατὸν φάος.
    και η σελήνη ομορφοπρόσωπη με την εράσμια λάμψη της | φώτισε την εσπέρα.
    Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 72 (2.72)
    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει,
    και χρυσά λουλούδια αστροβολούν,
    Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
  6. (μεταφορικά) (για οργή) εκρήγνυμαι, ξεσπώ, εξάπτω
  7. (στην παθητική φωνή) παίρνω φωτιά, φλέγομαι, αναλάμπω
  8. (στην παθητική φωνή) αναφλέγομαι, καίγομαι
  9. (στην παθητική φωνή) είμαι ή γίνομαι έτσι
  10. (μεταφορικά) (αμετάβατο) (για πάθος, οργή) εκρήγνυμαι, φλέγομαι από πάθος, καίγομαι
  11. (μεταφορικά) (αμετάβατο) (στην παθητική φωνή) λάμπω, γίνομαι ένδοξος ή διάσημος
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 10. ‹Θεαίῳ Ἀργείῳ παλαιστῇ›, 3 (10.2-10.4)
    Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖ- | τε· φλέγεται δ᾽ ἀρεταῖς | μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν.
    υμνείτε το Άργος, τη θεόπρεπη της Ήρας έδρα, | που φλέγεται με δόξες άμετρες | για τα παντότολμά του τα έργα.
    Μετάφραση (1937): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα φλεγ-

θέμα φλογ- → δείτε τη λέξη φλόξ

  Πηγές επεξεργασία