↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλεγμαίνων
φλεγμαίνοντας
η φλεγμαίνουσα το φλεγμαίνον
      γενική του φλεγμαίνοντος
φλεγμαίνοντα
της φλεγμαίνουσας
φλεγμαινούσης*
του φλεγμαίνοντος
    αιτιατική τον φλεγμαίνοντα τη φλεγμαίνουσα το φλεγμαίνον
     κλητική φλεγμαίνων
φλεγμαίνοντα
φλεγμαίνουσα φλεγμαίνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλεγμαίνοντες οι φλεγμαίνουσες τα φλεγμαίνοντα
      γενική των φλεγμαινόντων των φλεγμαινουσών των φλεγμαινόντων
    αιτιατική τους φλεγμαίνοντες τις φλεγμαίνουσες τα φλεγμαίνοντα
     κλητική φλεγμαίνοντες φλεγμαίνουσες φλεγμαίνοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλεγμαίνων < (λόγιο) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος φλεγμαίνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fleɣˈme.non/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλεγ‐μαί‐νων
ομόηχο: φλεγμαίνον

φλεγμαίνων, -ουσα, -ον

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • συχνά χρησιμοποιείται εσφλαμένως ως άκλιτο φλεγμαίνοντας π.χ. «Η θεραπεία που συνιστάται είναι η απομάκρυνση-εκτομή του φλεγμαίνοντας ουλικού ιστού»[1]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία