φλεγμαίνων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φλεγμαίνων, λόγια μετοχή ενεστώτα του ρήματος φλεγμαίνω
Μετοχή επεξεργασία
φλεγμαίνων, φλεγμαίνουσα, φλεγμαίνον
- που φλεγμαίνει, παρουσιάζει οίδημα ή φλεγμονή, που πονάει
- φλεγμαίνων δίσκος
- φλεγμαίνουσα σκωληκοειδής απόφυση
- φλεγμαίνον τοίχωμα της χοληδόχου