pus
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pus (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pus | pus |
pus (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pus (it)
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
pus (ro)