Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαλμένος η βαλμένη το βαλμένο
      γενική του βαλμένου της βαλμένης του βαλμένου
    αιτιατική τον βαλμένο τη βαλμένη το βαλμένο
     κλητική βαλμένε βαλμένη βαλμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαλμένοι οι βαλμένες τα βαλμένα
      γενική των βαλμένων των βαλμένων των βαλμένων
    αιτιατική τους βαλμένους τις βαλμένες τα βαλμένα
     κλητική βαλμένοι βαλμένες βαλμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαλμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /valˈme.nos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /valˈme.ni/ θηλυκό
ΔΦΑ : /valˈme.no/ ουδέτερο

  Μετοχή επεξεργασία

βαλμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν βάλει σε ένα σημείο, τοποθετημένος
  2. που τον έχουν βάλει να κάνει κάτι, τον έχουν υποκινήσει, βαλτός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία