Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το έμπυο
      γενική του έμπυου
εμπύου
    αιτιατική το έμπυο
     κλητική έμπυο
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έμπυο < ελληνιστική κοινή ἔμπυον < αρχαία ελληνική ἔμπυος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έμπυο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία