εμπύημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπύημα < αρχαία ελληνική ἐμπύημα < πύη
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμπύημα ουδέτερο
- (ιατρική) συγκέντρωση ποσότητας πύου σε σημεία του σώματος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πύο
Δείτε επίσης : ἐμπύημα |
εμπύημα ουδέτερο