Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπυάζω < έμπυο + -άζω < ελληνιστική κοινή ἔμπυον < αρχαία ελληνική ἔμπυος

  Ρήμα επεξεργασία

εμπυάζω

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία