Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουντάρω < φούντος (βυθός, πάτος)

  Ρήμα επεξεργασία

φουντάρω

  1. (ναυτικός όρος), (μεταβατικό): βυθίζω, ποντίζω κάτι, το ρίχνω στη θάλασσα να βουλιάξει
    Το όπλο δεν βρέθηκε επάνω του όταν τον έπιασαν, γιατί είχε προλάβει να το φουντάρει κάπου στο Σαρωνικό
    Δεν ήταν ατύχημα αυτό το ναυάγιο, το φούνταρε επίτηδες ο καπετάνιος επειδή του είχε δώσει εντολή ο εφοπλιστής να το βουλιάξει στον Ινδικό -ήθελε να πάρει τα ασφάλιστρα
  2. (αμετάβατο) πέφτω εγώ στη θάλασσα ή από κάπου ψηλά
    Απεγνωσμένος, έδωσε ένα σάλτο και φουντάρησε από το παράθυρο
  3. (αμετάβατο) (για πλοίο) καταποντίζομαι, βυθίζομαι
  4. (αμετάβατο) (για πλοίο) αγκυροβολώ
  5. (μεταφορικά) ρίχνω έξω μια επιχείρηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία