φουντάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφουντάρω
- (ναυτικός όρος), (μεταβατικό): βυθίζω, ποντίζω κάτι, το ρίχνω στη θάλασσα να βουλιάξει
- Το όπλο δεν βρέθηκε επάνω του όταν τον έπιασαν, γιατί είχε προλάβει να το φουντάρει κάπου στο Σαρωνικό
- Δεν ήταν ατύχημα αυτό το ναυάγιο, το φούνταρε επίτηδες ο καπετάνιος επειδή του είχε δώσει εντολή ο εφοπλιστής να το βουλιάξει στον Ινδικό -ήθελε να πάρει τα ασφάλιστρα
- (αμετάβατο) πέφτω εγώ στη θάλασσα ή από κάπου ψηλά
- Απεγνωσμένος, έδωσε ένα σάλτο και φουντάρησε από το παράθυρο
- (αμετάβατο) (για πλοίο) καταποντίζομαι, βυθίζομαι
- (αμετάβατο) (για πλοίο) αγκυροβολώ
- (μεταφορικά) ρίχνω έξω μια επιχείρηση