sink
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sink | sinks |
sink (en)
- ο νεροχύτης, σε κουζίνα
- ο νιπτήρας, σε τουαλέτα
- (επιστημονικός όρος) η έξοδος, σημείο ή συστατικό απορροής (για οτιδήποτε: ηλεκτρικού ρεύματος, πληροφορίας κτλ.)
- (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) ο δέκτης, ο αποδέκτης σήματος, πληροφορίας, δεδομένων[1]
- συντομογραφία: (τηλεπικοινωνίες) Sk [1]
- information sink (αποδέκτης πληροφορίας), data sink (αποδέκτης δεδομένων)[1]
- ≈ συνώνυμα: receiver
- ≠ αντώνυμα: (τηλεπικοινωνίες) transmitter, (πληροφορική) source
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | sink |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sinks |
αόριστος | sank, sunk |
παθητική μετοχή | sunk, sunken |
ενεργητική μετοχή | sinking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
sink (en)
- (αμετάβατο) βυθίζομαι
- ↪ The ship sank.
- Το πλοίο βυθίστηκε.
- ↪ The ship sank.
- (μεταβατικό) βυθίζω
- ↪ He sunk the boat so that it wouldn’t fall into enemy hands.
- Βύθισε το πλοίο του για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού.
- ↪ He sunk the boat so that it wouldn’t fall into enemy hands.
- (αμετάβατο) βυθίζομαι, πέφτω, ρίχνομαι, κάποιος κινείται προς τα κάτω, ειδικά πέφτοντας ή καθίζοντας
- (αμετάβατο) πέφτω, κάτι κινείται αργά προς τα κάτω
- ↪ The sun was sinking in the west.
- Ο ήλιος έπεφτε στη δύση.
- ↪ The sun was sinking in the west.
- (αμετάβατο) ελαττώνομαι σε ποσότητα, όγκο, δύναμη κτλ.
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- sink (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- sink (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω, ρίχνω