Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

transmitter < transmit + -er

  Ουσιαστικό επεξεργασία

transmitter (en)

  1. ο πομπός
  2. (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) ο πομπός σήματος, πληροφορίας[1]
    συντομογραφία: TX [1]

Συνώνυμα επεξεργασία

  • (για πληροφορία, δεδομένα) source

Αντώνυμα επεξεργασία

  • receiver
  • (για πληροφορία, δεδομένα) sink

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.